Για την αναποτελεσματικότητα των απεργιών και των αγώνων
«Μόλις ένας στους 10 δημοσίους υπαλλήλους συμμετείχε στην τελευταία απεργία της ΑΔΕΔΥ της 12ης Μαρτίου με διεκδικητικό πλαίσιο ενάντια στις καταργήσεις οργανισμών και στη διαθεσιμότητα, σύμφωνα με στοιχεία που αποκαλύπτει το “Εθνος” από τα υπουργεία και τους δημόσιους οργανισμούς.
Στα ποσοστά της μικρής συμμετοχής καταγράφεται η αλλαγή της στάσης των εργαζομένων απέναντι στις κινητοποιήσεις που προκηρύσσουν τα συνδικάτα, σε αντίθεση με το παρελθόν όπου μέχρι και το 2009 ήταν κατά πολύ υψηλότερα στο Δημόσιο.
Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει... «κρίση» και στις κινητοποιήσεις, με τους εργαζόμενους στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα να γυρίζουν την πλάτη στις απεργίες κατά την περίοδο του Μνημονίου, είτε υπό τον φόβο του «μεροκάματου», είτε γιατί διαπιστώνουν ότι δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση.
Παρά το γεγονός ότι οι απεργίες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους το 2010 και το 2011, τα δύο πρώτα χρόνια εφαρμογής του Μνημονίου, η συμμετοχή των εργαζομένων είναι σαφώς μειωμένη σε σχέση με το παρελθόν. Η “απεργία για την απεργία” αποτελεί πλέον τακτική παλαιότερων εποχών και τα συνδικάτα βρίσκονται σε αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων αντίδρασης προκειμένου να κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους.»
Αυτά διαβάζουμε στο e-go.gr τα οποία τα χρησιμοποιούμε ως ένα δείγμα της αρθρογραφίας που εμφανίστηκε τις τελευταίες μέρες σε αρκετές αστικές εφημερίδες και ιστοσελίδες. Ακολουθούν από εκεί και πέρα μια σειρά στοιχεία από οργανισμούς και υπουργεία τα οποία, κατά τα λεγόμενά τους, αντιπροσωπεύουν πάνω από το 10% των δημοσίων υπαλλήλων. Υπάρχουν βέβαια αναφορές και στον ιδιωτικό τομέα και στην επίσης απαξίωση της μορφής της απεργίας αλλά μόνο ως εκεί.
Από τα στοιχεία αυτά λείπουν κλάδοι όπως οι εκπαιδευτικοί, οι υγειονομικοί, οι εργαζόμενοι στα Πανεπιστήμια όπως και σε επιχειρήσεις ΔΕΚΟ (π.χ. Μετρό, ΗΣΑΠ, λεωφορεία), δήμους κ.λπ. που σε άλλες περιπτώσεις, όταν βολεύει την κυβερνητική προπαγάνδα, θεωρούνται και αυτοί δημόσιοι υπάλληλοι. Σε αρκετά δε δημοσιεύματα υπάρχει αναφορά στους εργαζόμενους που ήδη βρίσκονται σε διαθεσιμότητα και η συμμετοχή τους σε απεργία θεωρείται από τους αρθρογράφους μικρή. Βέβαια, δε μας λένε από πού θα μπορούσαν να απεργήσουν υπάλληλοι που βρίσκονται εκτός δουλειάς και με το ένα πόδι στην ανεργία, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες!
Η κατάληξη λοιπόν όλων αυτών των άρθρων είναι να ερμηνεύουν τη στάση των εργαζόμενων ως στάση απαξίωσης της μορφής της απεργίας, μιλούν για αναποτελεσματικότητα των αγώνων και βγάζουν το συμπέρασμα ότι το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να βρει άλλες μορφές κινητοποιήσεων που θα εμπνεύσουν τους εργαζόμενους στο να διεκδικήσουν. Με την συνεπικουρία πάντα και συνδικαλιστών, κατά κανόνα εργοδοτικών – κυβερνητικών, ρεφορμιστών αλλά και συνδικαλιστών που αυτοπροσδιορίζονται στον αγωνιστικό χώρο.
Οι αρθρογράφοι αυτοί δεν βλέπουν πουθενά ούτε τις διαθέσεις των εκπαιδευτικών για παράδειγμα, όπως εκφράστηκαν το 6μηνο Μάη – Ιούνη 2013, ούτε τις κινητοποιήσεις στο χώρο της υγείας, ούτε τις μεγάλες απεργίες των διοικητικών στα Πανεπιστήμια και των γιατρών του ΕΟΠΥΥ και βέβαια «δεν υπήρξαν» οι απεργίες στα μέσα μαζικής μεταφοράς πριν ένα και κάτι χρόνο. Μάλλον δεν έχουν ακούσει τίποτα για τις κινητοποιήσεις των σε διαθεσιμότητα εργαζόμενων (εκπαιδευτικοί, καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες, οδηγοί νοσοκομείων, πρώην γιατροί ΙΚΑ σε ΕΟΠΠΥ και νοσοκομεία κ.λπ.). Κρίνουν αποκλειστικά και μόνο από τις γενικές απεργίες, από τον αριθμό απεργιών που κηρύσσουν οι ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ και τη συμμετοχή σε αυτές (και πάλι επιλεκτικά ή γενικά, μιας και υπήρξαν και επιτυχημένες απεργίες και με σημαντικά ποσοστά το Φθινόπωρο που μας πέρασε, ιδιαίτερα στο δημόσιο) και επιλέγουν χώρους κατά κανόνα με μικρό αριθμό εργαζόμενων και που μέχρι τώρα δεν είχαν έτσι κι αλλιώς να επιδείξουν κάτι το ιδιαίτερα αγωνιστικό. Θα μπορούσαμε βέβαια στα στοιχεία που δίνουν να ρωτήσουμε για παράδειγμα πόσοι από αυτούς που παρουσιάζουν ως εργαζόμενους είναι εργαζόμενοι πράγματι με την ιδιότητα του δημόσιου υπάλληλου και όχι ως συμβασιούχοι ή με τα διάφορα δουλεμπορικά προγράμματα.
Δεν τα λέμε όλα αυτά για να πούμε ότι όλα είναι καλά και ότι το κίνημα των εργαζόμενων είναι στα καλύτερά του. Το αντίθετο. Είμαστε από αυτούς που πάντα επισημαίνουμε τα προβλήματα, δεν κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και δεν κάνουμε το άσπρο μαύρο δημιουργώντας μια εικονική πραγματικότητα για να παρουσιάσουμε απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις μερικών εκατοντάδων ως πολλών χιλιάδων, όπως συνηθίζεται τελευταία από μέσα και της αριστεράς. Ούτε κρύβουμε ότι έχει επικρατήσει ο φόβος για τη δουλειά και η απογοήτευση για την αποτελεσματικότητα των αγώνων. Οι αναλύσεις μας όμως και η στόχευσή μας είναι σε τελείως άλλη κατεύθυνση από αυτή των άρθρων στα αστικά ΜΜΕ.
Ως κομμάτι του κινήματος που εξακολουθούμε να εκφράζουμε την εμπιστοσύνη μας στο λαό και στη δύναμή του, δεν καταλήγουμε στην αναποτελεσματικότητα των αγώνων ούτε των απεργιών. Δεν μας φταίει η μορφή. Μας φταίει όμως το περιεχόμενό της, μας φταίνε αυτοί που εξακολουθούν να έχουν το πρώτο λόγο στα συνδικάτα σε όλες τους τις βαθμίδες.
Το σύστημα εξακολουθεί να είναι ισχυρό και τα ερείσματά του στο εργατικό- λαϊκό κίνημα επίσης. Η ιδεολογική, πολιτική και ταξική αποσυγκρότηση δεκαετιών εξακολουθεί να λειτουργεί και να παίζει σημαντικό ρόλο και ούτε είναι εύκολο να ξεπεραστεί, ακόμη και όταν υπάρχουν μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις όπως αυτές των χρόνων από το 2010 έως το 2012.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ακόμη και τα τελευταία 2 χρόνια, που το κίνημα είναι πολύ πιο κάτω από τις αναγκαιότητες, όπου δόθηκε η ευκαιρία σε αρκετούς χώρους εκφράστηκαν όχι μόνο η οργή αλλά και η διάθεσή τους να απεργήσουν, να κινητοποιηθούν ακόμη και να συγκρουστούν με την πολιτική του συστήματος. Τα παραδείγματα αρκετά, κάποια αναφέραμε ήδη σε αυτό το άρθρο.
Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε την τακτική μιας σειράς δυνάμεων, ισχυρών ακόμη στα πλαίσια του συνδικαλιστικού κινήματος, που οδηγούν τους εργαζόμενους στην απογοήτευση, υπονομεύουν διαθέσεις και αγώνες, ακόμη και τους ξεπουλούν ανοιχτά. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις κυβερνητικές – εργοδοτικές δυνάμεις, οι οποίες τα τελευταία έχουν αποδυναμωθεί αρκετά σε αρκετά σωματεία, αλλά και στις δυνάμεις της πλειοψηφίας της Αριστεράς όπως και αν αυτοπροσδιορίζονται. Έχοντας ακόμη τις λογικές της ανάθεσης και της ανεμπιστοσύνης στις δυνάμεις των εργαζόμενων, όντας συνυπεύθυνες για την αποσυγκρότηση των εργατικού κινήματος εξακολουθούν να λειτουργούν, παρά τις διακηρύξεις και ίσως τις διαθέσεις, κόντρα στην ανάπτυξη του οποιουδήποτε κινήματος αντίστασης, διεκδίκησης και ανατροπής. Είτε προδικάζοντας την αποτυχία των αγώνων και τη θέληση των εργαζόμενων να τους πραγματοποιήσουν είτε, αν αναγκαστούν να συμμετάσχουν, υπονομεύοντάς τους και πάλι με βάση τη δική τους ερμηνεία για τη θέληση των εργαζόμενων να τραβήξουν έναν αγώνα σε διάρκεια. Αντί να κινηθούν ώστε να στηριχθούν οι απεργίες, κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση για το πώς θα σταματήσουν μια ώρα αρχύτερα για να μην …εκφυλιστούν. Λογικές βέβαια που δεν είναι άσχετες με τις πολιτικές στοχεύσεις των πολιτικών τους φορέων και που εκφράζονται και στο περιεχόμενο των αιτημάτων και πλαισίων με τα ατελείωτα σεντόνια και τις δήθεν αγωνιστικές προτάσεις όπου το κύριο αίτημα, το επίδικο που ξεσηκώνει τους εργαζόμενους χάνεται κάπου στο βάθος.
Δεν είναι λοιπόν οι απεργίες, ως μορφές πάλης, που είναι αναποτελεσματικές και που οδηγούν τους εργαζόμενους στην απογοήτευση και στη μη συμμετοχή. Είναι όλο το πλαίσιο της ήττας και της υποχώρησης στο εργατικό κίνημα που έχει επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το ίδιο το σύστημα που έχοντας κερδίσει αυτό το γύρο της ταξικής πάλης μπορεί και ελέγχει συνειδήσεις, μπορεί και καταφέρνει να τρομοκρατεί τους εργαζόμενους, με την συνεπικουρία της κυρίαρχης Αριστεράς που έχει αποδεχθεί την παντοδυναμία του.
Αυτά όμως δεν θα μπορούσαν να απασχολήσουν τους αρθρογράφους των αστικών μέσων ενημέρωσης.
Η οικονομική κρίση έχει προκαλέσει... «κρίση» και στις κινητοποιήσεις, με τους εργαζόμενους στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα να γυρίζουν την πλάτη στις απεργίες κατά την περίοδο του Μνημονίου, είτε υπό τον φόβο του «μεροκάματου», είτε γιατί διαπιστώνουν ότι δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα ως μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση.
Παρά το γεγονός ότι οι απεργίες έφτασαν στο αποκορύφωμά τους το 2010 και το 2011, τα δύο πρώτα χρόνια εφαρμογής του Μνημονίου, η συμμετοχή των εργαζομένων είναι σαφώς μειωμένη σε σχέση με το παρελθόν. Η “απεργία για την απεργία” αποτελεί πλέον τακτική παλαιότερων εποχών και τα συνδικάτα βρίσκονται σε αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων αντίδρασης προκειμένου να κινητοποιήσουν τους εργαζόμενους.»
Αυτά διαβάζουμε στο e-go.gr τα οποία τα χρησιμοποιούμε ως ένα δείγμα της αρθρογραφίας που εμφανίστηκε τις τελευταίες μέρες σε αρκετές αστικές εφημερίδες και ιστοσελίδες. Ακολουθούν από εκεί και πέρα μια σειρά στοιχεία από οργανισμούς και υπουργεία τα οποία, κατά τα λεγόμενά τους, αντιπροσωπεύουν πάνω από το 10% των δημοσίων υπαλλήλων. Υπάρχουν βέβαια αναφορές και στον ιδιωτικό τομέα και στην επίσης απαξίωση της μορφής της απεργίας αλλά μόνο ως εκεί.
Από τα στοιχεία αυτά λείπουν κλάδοι όπως οι εκπαιδευτικοί, οι υγειονομικοί, οι εργαζόμενοι στα Πανεπιστήμια όπως και σε επιχειρήσεις ΔΕΚΟ (π.χ. Μετρό, ΗΣΑΠ, λεωφορεία), δήμους κ.λπ. που σε άλλες περιπτώσεις, όταν βολεύει την κυβερνητική προπαγάνδα, θεωρούνται και αυτοί δημόσιοι υπάλληλοι. Σε αρκετά δε δημοσιεύματα υπάρχει αναφορά στους εργαζόμενους που ήδη βρίσκονται σε διαθεσιμότητα και η συμμετοχή τους σε απεργία θεωρείται από τους αρθρογράφους μικρή. Βέβαια, δε μας λένε από πού θα μπορούσαν να απεργήσουν υπάλληλοι που βρίσκονται εκτός δουλειάς και με το ένα πόδι στην ανεργία, αλλά αυτά είναι λεπτομέρειες!
Η κατάληξη λοιπόν όλων αυτών των άρθρων είναι να ερμηνεύουν τη στάση των εργαζόμενων ως στάση απαξίωσης της μορφής της απεργίας, μιλούν για αναποτελεσματικότητα των αγώνων και βγάζουν το συμπέρασμα ότι το συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να βρει άλλες μορφές κινητοποιήσεων που θα εμπνεύσουν τους εργαζόμενους στο να διεκδικήσουν. Με την συνεπικουρία πάντα και συνδικαλιστών, κατά κανόνα εργοδοτικών – κυβερνητικών, ρεφορμιστών αλλά και συνδικαλιστών που αυτοπροσδιορίζονται στον αγωνιστικό χώρο.
Οι αρθρογράφοι αυτοί δεν βλέπουν πουθενά ούτε τις διαθέσεις των εκπαιδευτικών για παράδειγμα, όπως εκφράστηκαν το 6μηνο Μάη – Ιούνη 2013, ούτε τις κινητοποιήσεις στο χώρο της υγείας, ούτε τις μεγάλες απεργίες των διοικητικών στα Πανεπιστήμια και των γιατρών του ΕΟΠΥΥ και βέβαια «δεν υπήρξαν» οι απεργίες στα μέσα μαζικής μεταφοράς πριν ένα και κάτι χρόνο. Μάλλον δεν έχουν ακούσει τίποτα για τις κινητοποιήσεις των σε διαθεσιμότητα εργαζόμενων (εκπαιδευτικοί, καθαρίστριες, σχολικοί φύλακες, οδηγοί νοσοκομείων, πρώην γιατροί ΙΚΑ σε ΕΟΠΠΥ και νοσοκομεία κ.λπ.). Κρίνουν αποκλειστικά και μόνο από τις γενικές απεργίες, από τον αριθμό απεργιών που κηρύσσουν οι ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ και τη συμμετοχή σε αυτές (και πάλι επιλεκτικά ή γενικά, μιας και υπήρξαν και επιτυχημένες απεργίες και με σημαντικά ποσοστά το Φθινόπωρο που μας πέρασε, ιδιαίτερα στο δημόσιο) και επιλέγουν χώρους κατά κανόνα με μικρό αριθμό εργαζόμενων και που μέχρι τώρα δεν είχαν έτσι κι αλλιώς να επιδείξουν κάτι το ιδιαίτερα αγωνιστικό. Θα μπορούσαμε βέβαια στα στοιχεία που δίνουν να ρωτήσουμε για παράδειγμα πόσοι από αυτούς που παρουσιάζουν ως εργαζόμενους είναι εργαζόμενοι πράγματι με την ιδιότητα του δημόσιου υπάλληλου και όχι ως συμβασιούχοι ή με τα διάφορα δουλεμπορικά προγράμματα.
Δεν τα λέμε όλα αυτά για να πούμε ότι όλα είναι καλά και ότι το κίνημα των εργαζόμενων είναι στα καλύτερά του. Το αντίθετο. Είμαστε από αυτούς που πάντα επισημαίνουμε τα προβλήματα, δεν κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας και δεν κάνουμε το άσπρο μαύρο δημιουργώντας μια εικονική πραγματικότητα για να παρουσιάσουμε απεργιακές και άλλες κινητοποιήσεις μερικών εκατοντάδων ως πολλών χιλιάδων, όπως συνηθίζεται τελευταία από μέσα και της αριστεράς. Ούτε κρύβουμε ότι έχει επικρατήσει ο φόβος για τη δουλειά και η απογοήτευση για την αποτελεσματικότητα των αγώνων. Οι αναλύσεις μας όμως και η στόχευσή μας είναι σε τελείως άλλη κατεύθυνση από αυτή των άρθρων στα αστικά ΜΜΕ.
Ως κομμάτι του κινήματος που εξακολουθούμε να εκφράζουμε την εμπιστοσύνη μας στο λαό και στη δύναμή του, δεν καταλήγουμε στην αναποτελεσματικότητα των αγώνων ούτε των απεργιών. Δεν μας φταίει η μορφή. Μας φταίει όμως το περιεχόμενό της, μας φταίνε αυτοί που εξακολουθούν να έχουν το πρώτο λόγο στα συνδικάτα σε όλες τους τις βαθμίδες.
Το σύστημα εξακολουθεί να είναι ισχυρό και τα ερείσματά του στο εργατικό- λαϊκό κίνημα επίσης. Η ιδεολογική, πολιτική και ταξική αποσυγκρότηση δεκαετιών εξακολουθεί να λειτουργεί και να παίζει σημαντικό ρόλο και ούτε είναι εύκολο να ξεπεραστεί, ακόμη και όταν υπάρχουν μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις όπως αυτές των χρόνων από το 2010 έως το 2012.
Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι ακόμη και τα τελευταία 2 χρόνια, που το κίνημα είναι πολύ πιο κάτω από τις αναγκαιότητες, όπου δόθηκε η ευκαιρία σε αρκετούς χώρους εκφράστηκαν όχι μόνο η οργή αλλά και η διάθεσή τους να απεργήσουν, να κινητοποιηθούν ακόμη και να συγκρουστούν με την πολιτική του συστήματος. Τα παραδείγματα αρκετά, κάποια αναφέραμε ήδη σε αυτό το άρθρο.
Δεν μπορούμε όμως να παραβλέψουμε την τακτική μιας σειράς δυνάμεων, ισχυρών ακόμη στα πλαίσια του συνδικαλιστικού κινήματος, που οδηγούν τους εργαζόμενους στην απογοήτευση, υπονομεύουν διαθέσεις και αγώνες, ακόμη και τους ξεπουλούν ανοιχτά. Δεν αναφερόμαστε μόνο στις κυβερνητικές – εργοδοτικές δυνάμεις, οι οποίες τα τελευταία έχουν αποδυναμωθεί αρκετά σε αρκετά σωματεία, αλλά και στις δυνάμεις της πλειοψηφίας της Αριστεράς όπως και αν αυτοπροσδιορίζονται. Έχοντας ακόμη τις λογικές της ανάθεσης και της ανεμπιστοσύνης στις δυνάμεις των εργαζόμενων, όντας συνυπεύθυνες για την αποσυγκρότηση των εργατικού κινήματος εξακολουθούν να λειτουργούν, παρά τις διακηρύξεις και ίσως τις διαθέσεις, κόντρα στην ανάπτυξη του οποιουδήποτε κινήματος αντίστασης, διεκδίκησης και ανατροπής. Είτε προδικάζοντας την αποτυχία των αγώνων και τη θέληση των εργαζόμενων να τους πραγματοποιήσουν είτε, αν αναγκαστούν να συμμετάσχουν, υπονομεύοντάς τους και πάλι με βάση τη δική τους ερμηνεία για τη θέληση των εργαζόμενων να τραβήξουν έναν αγώνα σε διάρκεια. Αντί να κινηθούν ώστε να στηριχθούν οι απεργίες, κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση για το πώς θα σταματήσουν μια ώρα αρχύτερα για να μην …εκφυλιστούν. Λογικές βέβαια που δεν είναι άσχετες με τις πολιτικές στοχεύσεις των πολιτικών τους φορέων και που εκφράζονται και στο περιεχόμενο των αιτημάτων και πλαισίων με τα ατελείωτα σεντόνια και τις δήθεν αγωνιστικές προτάσεις όπου το κύριο αίτημα, το επίδικο που ξεσηκώνει τους εργαζόμενους χάνεται κάπου στο βάθος.
Δεν είναι λοιπόν οι απεργίες, ως μορφές πάλης, που είναι αναποτελεσματικές και που οδηγούν τους εργαζόμενους στην απογοήτευση και στη μη συμμετοχή. Είναι όλο το πλαίσιο της ήττας και της υποχώρησης στο εργατικό κίνημα που έχει επικρατήσει τις τελευταίες δεκαετίες, είναι το ίδιο το σύστημα που έχοντας κερδίσει αυτό το γύρο της ταξικής πάλης μπορεί και ελέγχει συνειδήσεις, μπορεί και καταφέρνει να τρομοκρατεί τους εργαζόμενους, με την συνεπικουρία της κυρίαρχης Αριστεράς που έχει αποδεχθεί την παντοδυναμία του.
Αυτά όμως δεν θα μπορούσαν να απασχολήσουν τους αρθρογράφους των αστικών μέσων ενημέρωσης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου